μαλτόζη

μαλτόζη
Κρυσταλλικός δισακχαρίτης, που σχηματίζεται από την ατελή υδρόλυση του αμύλου. Αποτελείται από δύο μόρια D-γλυκοπυρανόζης ενωμένα μεταξύ τους με έναν 1,4-β-γλυκοσιδικό δεσμό. Ο χημικός του τύπος είναι C12H22O11, ο οποίος, αν και μοιάζει με αυτόν της σακχαρόζης και της λακτόζης, διαφέρει από αυτούς τους δισακχαρίτες ως προς τη δομή. H μ. σχηματίζεται στα γλεύκη της ζυθοποιίας και της βιομηχανίας των αποσταγμάτων ως ενδιάμεσο προϊόν της ενζυμικής υδρόλυσης του αμύλου, ύστερα από την επίδραση του ενζύμου αμυλάση. Ανήκει στα αναγωγικά ένζυμα και μπορεί να υποστεί ζύμωση. Ύστερα από υδρόλυση, η μ. διασπάται σε δυο μόρια γλυκόζης. Η μ. είναι σημαντική για την παρασκευή μπύρας και αποτελεί τροφή που πέπτεται εύκολα.
* * *
η
(βιοχ.) αναγωγικός διολοζίτης ο οποίος λαμβάνεται κατά την ατελή υδρόλυση τού αμύλου, καθώς και τού γλυκογόνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • αμυλάσες — Ονομασία ενζύμων της κατηγορίας των υδρολασών, που δρουν πάνω στο άμυλο και το γλυκογόνο και διασπούν τους πολυσακχαρίτες αυτούς με διάφορους τρόπους. Η α–μυλάση βρίσκεται στο σάλιο και στο παγκρεατικό υγρό. Η β–αμυλάση βρίσκεται κυρίως στα φυτά …   Dictionary of Greek

  • αμυλόλυση — η βιοχ. το φαινόμενο τής υδρολυτικής διάσπασης τού αμύλου και τού γλυκογόνου προς δεξτρίνη, μαλτόζη και τελικά γλυκόζη. [ΕΤΥΜΟΛ. < amylolysis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άμυλο(ν) + λύσις( η) < λύω] …   Dictionary of Greek

  • μαλτάση — η (βιοχ.) ένζυμο που απαντά στο σάλιο, στο παγκρεατικό υγρό και στο εντερικό περιεχόμενο και καταλύει την υδρολυτική διάσπαση τού δισακχαρίτη μαλτόζη σε μονοσάκχαρο, δηλαδή σε γλυκόζη …   Dictionary of Greek

  • δισακχαρίτες — Οργανικές ενώσεις που ανήκουν στην τάξη των σακχάρων. Οι δ. περιέχονται στις ρίζες, στα στελέχη και στους σπόρους πολλών φυτών, σε ποσότητα που κυμαίνεται· ζωικής προέλευσης είναι η γαλακτόζη, που περιέχεται στο γάλα των θηλαστικών. Οι δ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… …   Dictionary of Greek

  • Σάμνερ, Τζαίημς Μπάτσελερ — (Sumner). Αμερικανός βιοχημικός (Κάντον, Μασαχουσέτη 1887 Μπούφαλο 1955). Πήρε το δίπλωμα του το 1912 στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και έγινε καθηγητής της βιοχημείας πρώτα στην Ιατρική Σχολή και αργότερα στη Γεωργική του πανεπιστήμιου Κόρνελ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”